- αντεθνικός
- -ή, -όαυτός που στρέφεται κατά του έθνους: Κατηγορήθηκε για αντεθνική δράση στη διάρκεια της Κατοχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντεθνικός — ή, ό ο αντίθετος στα συμφέροντα του έθνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον λόγιο Φραγκιά Φουρναράκη] … Dictionary of Greek